περιοδόντιο

περιοδόντιο
το, Ν
(ανατ.-ιατρ.) α) το περιόστεο τής ρίζας τού δοντιού
β) το όλο σύστημα που στηρίζει το δόντι, δηλαδή ο οδοντοφαντιακός σύνδεσμος, η φατνιακή απόφυση και τα οστά τών γνάθων, το περιόστεο, τα ούλα και ο βλεννογόνος τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontium (< περι-* + ὀδούς, -όντος + επίθημα -ιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιοδοντίτιδα — η, Ν οξεία φλεγμονή τών ιστών που απαρτίζουν το περιοδόντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontitis (< περιοδόντιο* + επίθημα ίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • περιοδοντικός — ή, ό, Ν [περιοδόντιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιοδόντιο 2. το θηλ. ως ουσ. η περιοδοντική οδοντιατρική ειδικότητα με αντικείμενο την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία λειτουργικών και οργανικών νόσων τού περιοδοντίου 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • παροδόντιο — και περιοδόντιο, το ανατ. το σύνολο τών ιστών που στηρίζουν κάθε δόντι συνδέοντας το με τη γνάθο στην οποία βρίσκεται, το οποίο περιλαμβάνει την οστέινη ουσία τού δοντιού, τον οδοντοφατνιακό σύνδεσμο, τη φατνιακή απόφυση τής γνάθου και το ούλο …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιοδοντία — η, Ν παλαιότερος όρος για την περιοδοντική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontia (< περιοδόντιο + ία)] …   Dictionary of Greek

  • περιοδοντοκλασία — η, Ν φατνιακή πυόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontoclasia (< περιοδόντιο* + κλασία < κλώ «σπάω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”