περιοδοντίτιδα — η, Ν οξεία φλεγμονή τών ιστών που απαρτίζουν το περιοδόντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontitis (< περιοδόντιο* + επίθημα ίτιδα)] … Dictionary of Greek
περιοδοντικός — ή, ό, Ν [περιοδόντιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιοδόντιο 2. το θηλ. ως ουσ. η περιοδοντική οδοντιατρική ειδικότητα με αντικείμενο την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία λειτουργικών και οργανικών νόσων τού περιοδοντίου 3. φρ.… … Dictionary of Greek
παροδόντιο — και περιοδόντιο, το ανατ. το σύνολο τών ιστών που στηρίζουν κάθε δόντι συνδέοντας το με τη γνάθο στην οποία βρίσκεται, το οποίο περιλαμβάνει την οστέινη ουσία τού δοντιού, τον οδοντοφατνιακό σύνδεσμο, τη φατνιακή απόφυση τής γνάθου και το ούλο … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιοδοντία — η, Ν παλαιότερος όρος για την περιοδοντική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontia (< περιοδόντιο + ία)] … Dictionary of Greek
περιοδοντοκλασία — η, Ν φατνιακή πυόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontoclasia (< περιοδόντιο* + κλασία < κλώ «σπάω»)] … Dictionary of Greek